- γαλαζοαίματος
- η , ο ирон. голубых кровей, из благородных
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γαλαζοαίματος — η, ο ειρων. εκείνος που έχει γαλάζιο αίμα στις φλέβες του, μέλος βασιλικού ή αριστοκρατικού οίκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλάζιος + αίμα ( ατος)] … Dictionary of Greek
γαλαζοαίματος — η, ο ο ευγενής, ο ευπατρίδης, ο αριστοκράτης: Στην τελετή προσκάλεσαν μόνο γαλαζοαίματους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαθέ — και μαθές επίρρ. 1. βέβαια, πράγματι. 2. τάχα: Λέει μαθές ότι είναι γαλαζοαίματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)